φθορίμων

φθορίμων
φθόριμος
destructive
fem gen pl
φθόριμος
destructive
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • υπουργικός — ή, ό / ὑπουργικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὑπουργός] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υπουργό (α. «υπουργική απόφαση» β. «υπουργικός θώκος») 2. φρ. «υπουργικό συμβούλιο» το σύνολο τών υπουργών τής κυβέρνησης μσν. αρχ. 1. αυτός που προσφέρει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”